λευγαλεως

λευγαλεως
    λευγαλέως
    λευγᾰλέως
    в жалком состоянии, плачевным образом
    

(χωρεῖν Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λευγαλεως" в других словарях:

  • λευγαλέως — λευγαλέος in sad adverbial λευγαλέος in sad masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»